αναγεννώ

αναγεννώ
(-άω) (Α ἀναγεννῶ)
1. ενεργ. ξαναγεννώ, ξαναδημιουργώ, παράγω εκ νέου
2. μεσ. αναζωογονούμαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου
(Εκκλ.) αλλάζω τρόπο ζωής εφαρμόζοντας τη χριστιανική διδασκαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γεννῶ.
ΠΑΡ. αναγέννησις
αρχ.-μσν.
ἀναγεννητικός
νεοελλ.
αναγεννητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναγεννώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. κάνω κάποιον να αποχτήσει νέα ζωή, αναζωογονώ: Σε αναγέννησε το κλίμα του χωριού κι όχι τα φάρμακα που πήρες. 2. το μέσ., αναγεννιέμαι ξαναπαίρνω δύναμη, αναζωογονούμαι: Εκεί, στην ησυχία και τον καθαρό αέρα, ένιωθε σαν να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγεννῶ — ἀ̱ναγεννῶ , ἀναγεννάω beget anew imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀναγεννάω beget anew pres imperat mp 2nd sg ἀναγεννάω beget anew pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀναγεννάω beget anew pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αναγεννητής — Συσκευή με την οποία προθερμαίνεται ο αέρας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε μεταλλουργικές μονάδες. Είναι ένας θάλαμος θερμικά μονωμένος και γεμάτος πυρίμαχους πλίνθους, τοποθετημένους έτσι ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν τα αέρια. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • αναγεννητικός — ή, ό (ΑΜ ἀναγεννητικός, ή, όν) [αναγεννῶ] ο ικανός να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, αναζωογονητικός …   Dictionary of Greek

  • ανακτίζω — (Α ἀνακτίζω) 1. χτίζω εκ νέου, ξαναχτίζω 2. αναδημιουργώ, επαναφέρω στη ζωή, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτίζω. ΠΑΡ. ἀνάκτισις ( η) μσν. ἀνακτιστής] …   Dictionary of Greek

  • ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ …   Dictionary of Greek

  • αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… …   Dictionary of Greek

  • αναχωνεύω — (Α ἀναχωνεύω) (σε μέταλλα) τήκω πάλι, ξαναχωνεύω αρχ. ξαναγεννώ, (με έννοια ηθική) αναγεννώ, βελτιώνω …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”